- ακρωτηριαζόμενος
- Αυτός που γίνεται ευνούχος μετά από χειρουργική επέμβαση, κυρίως για λόγους θρησκευτικούς. Αναφέρονται αρκετές τέτοιες περιπτώσεις χριστιανών (όπως ο Ωριγένης, δάσκαλος της Αλεξανδρινής σχολής), οι οποίοι ερμήνευαν κατά λέξη σχετικές περικοπές των Γραφών και αυτοευνουχίζονταν, πιστεύοντας ότι έτσι γίνονται προνομιούχοι για να κερδίσουν τη βασιλεία των ουρανών. Η εκκλησία καταδίκασε αυτή τη συνήθεια και επέβαλε αυστηρές εκκλησιαστικές ποινές (έως και αφορισμό για τρία χρόνια) σε όσους αυτοευνουχίζονταν. Αργότερα, και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θέσπισαν νόμους που τιμωρούσαν αυστηρά όσους προέβαιναν σε αυτή την πράξη.
* * *-η, -ο (παθ. μτχ. τού ακρωτηριάζω)αυτός που κόβει και αφαιρεί μόνος του τα γεννητικά του όργανα, ο ευνουχιζόμενος (βλ. ευνουχισμός).
Dictionary of Greek. 2013.